χειροσιδήριον

χειροσιδήριον
χειρο-σῐδήριον, τό,
A grapnel, grapplinghook, ibid. (v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειροσιδήριον — και χειροσίδηρον, τὸ, Α όπλο ναυμαχίας, αρπάγη που χρησιμοποιούσαν εναντίον εχθρικού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σιδήριον «σιδερένιο τμήμα εργαλείου, κάθε εργαλείο, όργανο ή όπλο από σίδηρο»] …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”